- σιδηροτομώ
- -έω, Ατέμνω, κόβω ή σχίζω με την χρήση σιδερένιου εργαλείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. ῥυμο-τομῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek